accoutumé - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

accoutumé - translation to


accoutumance         
n. habit, custom
accoutumé      
accustomed, habitual, routine
accoutumer      
habituate, accustom, condition
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για accoutumé
1. Et comment un homme qui est accoutumé ŕ ętre partout le premier se satisferait–il du numéro 1 bis?
2. Tout au plus Raphaël Maître s‘est–il accoutumé dans son enfance ŕ l‘un ou l‘autre patois des bords du Rhône en l‘écoutant parler dans sa famille.
3. On s‘était accoutumé de ses excentriques chalets soigneusement habillés de madrier, de vieux bois bruni. «Nous avons affaire ŕ une client';le qui collectionne des objets pour le prestige, partout dans le monde, y compris des chalets.
4. Serait–ce ŕ dire que l‘on s‘est ŕ ce point accoutumé ŕ une forme d‘évanescence chez le ministre des Transports que ce n‘est plus un sujet d‘étonnement, ni de commentaire?
5. Dans ce parti, le symbole remplace l‘intériorité et, bientôt accoutumé ŕ cette logique du signe, le public ne souffre plus aux claques répétées que s‘auto–administrent les personnages enragés.